- προσδοξάζω
- Α1. προσθέτω κάτι σε μία γνώμη («τὸ οὖν προσλαβεῑν λόγον τῇ ὀρθῇ δόξῃ τί ἂν ἔτι εἴη; εί μὲν γὰρ προσδοξάσαι λέγει ᾗ διαφέρει τι τῶν ἄλλων», Πλάτ.)2. εισάγω σε μια κρίση ένα πρόσθετο στοιχείο για να προκαλέσω συναισθηματικές εντυπώσεις3. νομίζω επί πλέον, θεωρώ επί πλέον4. πλάθω μια ακόμη δοξασία («προσεδοξάσθη δὲ καὶ περὶ τῆς θαλάττης ταύτης πολλὰ ψευδῆ», Στράβ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + δοξάζω «νομίζω, φρονώ»].
Dictionary of Greek. 2013.